ΠΗΓΑΙΝΑ ΟΣΟ ΗΘΕΛΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΑΤΤΙΚΗ


Ανεβαίνοντας στην κορφή

Γοργά από κάτω είδα να βγαίνει η πεδιάδα

Κι αμέσως την είδα κιόλας ολόκληρη βγαλμένη 

Μέχρι την Πεντέλη, χωρίς ούτε ένα μέρος της να χάνεται, 

Χωρίς μια πιθαμή να χάνεται απ’ τον ήλιο, 

Μια βραγιά κοκκινόχωμα

Με κλήματα μικρά, μια στροφή λεωφόρου. 


Κατέβηκα απότομα στην πεδιάδα κι έπαψε 

Πια να ’ναι τοπίο, 

Γιατί ήρθα κοντά της, έμεινα μέσα της, 

Έμεινα όσο ήθελα, πήγαινα 

Όσο ήθελα μέσα σ’ αυτή 

Πήγαινα όσο ήθελα μέσα στον ήλιο και το φως της μέρας. 


                       Νίκος Φωκάς, Ποιητικές συλλογές 1954-2000, εκδ. ΥΨΙΛΟΝ




ΑΥΤΟ Ή ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ ΑΛΛΟ


Μολονότι για μας τα παιδιά το παιχνίδι ξανάρχιζε αμέσως μετά την επιστροφή από το σχολείο, δεν ήταν πια το απεριόριστο παιχνίδι του καλοκαιριού αλλά περιορισμένο από δύο σημαντικές αλλαγές στη ζωή μας: την προετοιμασία των μαθημάτων για την επομένη και τον βιαστικό ερχομό της νύχτας. Εμείς ωστόσο παραβιάζαμε τα επιτρεπτά χρονικά όρια του παιχνιδιού, κάποτε μάλιστα αρκετά τολμηρά. Έτσι παρατείναμε το παιχνίδι και μέσα στο σκοτάδι, έστω και με την αγωνία ότι παίρναμε χρόνο από τη μελέτη, με συνέπεια η παράταση αυτή να μην περιέχει ουσιαστική χαρά. Κι αυτό γιατί ζούσαμε μια διάσπαση ανάμεσα στη φυσική ορμή και την αφύσικη υποχρέωση, μια διάσπαση με αρκετή δυστυχία μέσα της, και ακόμα μεγαλύτερη όταν συνέβαινε να χάνουμε στο παιχνίδι (πράγμα αρκετά συνηθισμένο) και με πεισματική κακία για τον συμπαίκτη ή τους συμπαίκτες μας, που κάποτε εκφραζόταν με δάκρυα, δεν εννοούσαμε να παραιτηθούμε απ’ αυτό πριν αποσπάσουμε έστω και την τελευταία στιγμή μια νίκη. Μόνο που την τελευταία αυτή στιγμή τη μεταθέταμε συνεχώς. 

    Αυτό ή οτιδήποτε άλλο από εκείνη την εποχή: σχολικά ή οικογενειακά συμβάντα, πρώιμες ερωτικές συγκινήσεις, θορυβώδεις μεταφυσικές συζητήσεις δίπλα σε ποδήλατα (μια φορά “επενέβησαν” και Γερμανοί στη συζήτηση) κτλ. 

      Όμως για να μείνουμε  σ’ α υ τ ό , όλα όσα εκθέσαμε πιο πάνω, με τις τοπικές, χρονικές και κοινωνικές παραλλαγές τους είναι, λίγο-πολύ γνώριμο βίωμα τόσο από την ατομική ζωή του καθενός όσο και (δευτερογενώς, όπως εδώ) από τη λογοτεχνία που αναφέρεται στην πρώτη εφηβική ηλικία του εκάστοτε συγγραφέα ή των νεαρών ηρώων του. Δεν παύουν όμως ως βίωση να μας ανήκουν αποκλειστικά και απελπισμένα, ανεξάρτητα από την οποιαδήποτε λογοτεχνική διατύπωση: μια αποκλειστικότητα που στην απελπισία της έχει και μια αιχμή ευτυχίας. Πρόκειται για ένα σύνθετο αίσθημα που αρκείται αναγκαστικά στον εαυτό του και αρνείται οποιαδήποτε λογοτεχνική συμμόρφωση που αδυνατεί να το επαναλάβει αυτούσιο (συμμόρφωση δηλαδή προς οτιδήποτε είναι έξω απ’ αυτό το ίδιο) έστω κι αν θα κάνει πάντα νέες γλωσσικές απόπειρες με σκοπό να οικειοποιθεί τη γλώσσα, και τόσο ώστε (πράγμα ανέφικτο) να την αναγκάσει να ταυτιστεί μαζί του. Κι αυτό, διότι μια παρόμοια εμπειρία, έστω και βαθιά πληγωτική, όπως είναι κάποιες έμμονες αναμνήσεις (κατά παράξενο τρόπο, πληγωτική όχι μόνο με κακή έννοια) δυστροπεί από τη φύση της προς την οποιαδήποτε γλώσσα και υπακούει μάλλον στη μουσική. Κι είναι  α υ τ ή  τη μουσική, την ατομική μας απελπισμένη μουσική, που οφείλεται στην πιο καθημερινή στον καιρό της πραγματικότητα ενός μικρού πρωτοεφηβικού παραπτώματος, στην αστεία υπέρβαση μιας χρονικής διορίας που μας έβαζαν κάποιοι μεγάλοι και τις συνέπειές της. 

    Κι είναι  α υ τ ή  τη μουσική που ακούμε σήμερα και  μ ό ν ο  σ ή μ ε ρ α -τρέμοντας- ως χάρη και χαρά της ζωής, ως αντιστάθμισμα του χρόνου που πέρασε, αλλά μη μπορώντας να την εξωτερικεύσουμε για να την καταγράψουμε και διασώσουμε, την υπομένουμε σαν καθυστερημένη τιμωρία.

                                                                                                       


                Νίκος Φωκάς, Ελεύθερο Θέμα (πεζοποιήματα), εκδ. βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ













Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου